ἐγκαναχάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκᾰνᾰχάομαι:''' αποθ., [[δημιουργώ]], [[παράγω]] θόρυβο, <i>ἐγκ. κόχλῳ</i>, [[παράγω]] ήχο φυσώντας τον «κόχλο» (μεγάλο [[κοχύλι]]), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐγκᾰνᾰχάομαι:''' αποθ., [[δημιουργώ]], [[παράγω]] θόρυβο, <i>ἐγκ. κόχλῳ</i>, [[παράγω]] ήχο φυσώντας τον «κόχλο» (μεγάλο [[κοχύλι]]), σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκᾰνᾰχάομαι:''' дуть, трубить (ὁ δ᾽ ἐγκαγχάοατο - v. l. ἐγκαναχησατο - κόχλῳ Theocr.).
}}
}}

Revision as of 19:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκᾰνᾰχάομαι Medium diacritics: ἐγκαναχάομαι Low diacritics: εγκαναχάομαι Capitals: ΕΓΚΑΝΑΧΑΟΜΑΙ
Transliteration A: enkanacháomai Transliteration B: enkanachaomai Transliteration C: egkanachaomai Beta Code: e)gkanaxa/omai

English (LSJ)

   A make a sound on a thing, ἐ. κόχλῳ blow on a conch, Theoc.9.27.

German (Pape)

[Seite 704] dep. med., ἐγκαναχήσατο κόχλῳ, blies auf der Muschel, Theocr. 9, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκᾰνᾰχάομαι: ἀποθ., ποιῶ καναχήν, ψόφον, θόρυβον, ἐγκ. κόχλῳ, ἠχῶ φυσῶν κόχλον (μέγα κογχύλιον), Θεόκρ. 9. 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
ao. poét. 3ᵉ sg. ἐγκαναχήσατο;
souffler avec bruit dans, τινι.
Étymologie: ἐν, καναχέω.

Greek Monotonic

ἐγκᾰνᾰχάομαι: αποθ., δημιουργώ, παράγω θόρυβο, ἐγκ. κόχλῳ, παράγω ήχο φυσώντας τον «κόχλο» (μεγάλο κοχύλι), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκᾰνᾰχάομαι: дуть, трубить (ὁ δ᾽ ἐγκαγχάοατο - v. l. ἐγκαναχησατο - κόχλῳ Theocr.).