ἑκατοντούτης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑκᾰτοντούτης:''' -ου, ὁ, συνηρ. αντί [[ἑκατονταετής]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἑκᾰτοντούτης:''' -ου, ὁ, συνηρ. αντί [[ἑκατονταετής]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑκατοντούτης:''' Pind. = [[ἑκατονταέτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, contr. for ἑκατονταέτης, Luc.Macr. 14 :—fem. ἑκᾰτοντ-οῦτις, ιδος, Ath.15.697e.
German (Pape)
[Seite 753] zsgzgn aus ἑκατονταέτης, ὁ, hundertjährig, Luc. Macrob. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκατοντούτης: -ου, συνῃρ. ἀντὶ ἑκατονταετής, Λουκ. Μακρόβ. 14· θηλ. ἑκατοντοῦτις, -ιδος, Ἀθήν. 697F.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de cent ans, séculaire.
Étymologie: ἑκατόν, ἔτος.
Spanish (DGE)
-ου
de cien años ἑ. γενόμενος al llegar a los cien años Luc.Macr.14, cf. Philostr.VA 1.14, Hippol.Haer.10.30.3.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α ἑκατοντούτης, θηλ. ἑκατοντοῡτις)
αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων.
Greek Monotonic
ἑκᾰτοντούτης: -ου, ὁ, συνηρ. αντί ἑκατονταετής, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατοντούτης: Pind. = ἑκατονταέτης.