εἰσβατός: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσβᾰτός:''' -ή, -όν ([[εἰσβαίνω]]), ευκολοπλησίαστος, [[προσιτός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''εἰσβᾰτός:''' -ή, -όν ([[εἰσβαίνω]]), ευκολοπλησίαστος, [[προσιτός]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσβᾰτός:''' староатт. [[ἐσβατός]] 3 доступный ([[θάλασσα]] καὶ γῆ τῇ [[τόλμῃ]] τινός Thuc.).
}}
}}

Revision as of 19:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβᾰτός Medium diacritics: εἰσβατός Low diacritics: εισβατός Capitals: ΕΙΣΒΑΤΟΣ
Transliteration A: eisbatós Transliteration B: eisbatos Transliteration C: eisvatos Beta Code: ei)sbato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A accessible, τῇτόλμῃ Th.2.41.

German (Pape)

[Seite 741] zugänglich, Thuc. 2, 41.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβᾰτός: -ή, -όν, προσιτός, τῇ τόλμῃ Θουκ. 2. 41.

Greek Monolingual

εἰσβατός, -όν (AM)
(για χώρο) προσιτός, αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να μπει.

Greek Monotonic

εἰσβᾰτός: -ή, -όν (εἰσβαίνω), ευκολοπλησίαστος, προσιτός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσβᾰτός: староатт. ἐσβατός 3 доступный (θάλασσα καὶ γῆ τῇ τόλμῃ τινός Thuc.).