ἐλήλακα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλήλᾰκα:''' ἐλήλαμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[ἐλαύνω]].
|lsmtext='''ἐλήλᾰκα:''' ἐλήλαμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[ἐλαύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλήλακα:''' pf. к [[ἐλαύνω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλήλᾰκα Medium diacritics: ἐλήλακα Low diacritics: ελήλακα Capitals: ΕΛΗΛΑΚΑ
Transliteration A: elḗlaka Transliteration B: elēlaka Transliteration C: elilaka Beta Code: e)lh/laka

English (LSJ)

ἐλήλαμαι, ἐληλέδατο or ἐλεφαντ-άδατο,

   A v. ἐλαύνω. ἐλήλεγμαι, v. ἐλέγχω. ἐλήλιγμαι, v. ἑλίσσω. ἐλήλῠθα, εἰλήλουθα, ἐλθεῖν, ἐλθέμεν, ἐλθέμεναι, v. ἔρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλήλᾰκα: ἐλήλαμαι, ἐληλέδατο ἢ -άδατο, ἴδε ἐλαύνω.

French (Bailly abrégé)

v. ἐλαύνω.

Greek Monotonic

ἐλήλᾰκα: ἐλήλαμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλήλακα: pf. к ἐλαύνω.