ἐλήλακα

From LSJ

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλήλᾰκα Medium diacritics: ἐλήλακα Low diacritics: ελήλακα Capitals: ΕΛΗΛΑΚΑ
Transliteration A: elḗlaka Transliteration B: elēlaka Transliteration C: elilaka Beta Code: e)lh/laka

English (LSJ)

ἐλήλαμαι, ἐληλέδατο or ἐλεφαντ-άδατο, v. ἐλαύνω. ἐλήλεγμαι, v. ἐλέγχω. ἐλήλιγμαι, v. ἑλίσσω. ἐλήλῠθα, εἰλήλουθα, ἐλθεῖν, ἐλθέμεν, ἐλθέμεναι, v. ἔρχομαι.

French (Bailly abrégé)

v. ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλήλακα: pf. к ἐλαύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλήλᾰκα: ἐλήλαμαι, ἐληλέδατο ἢ -άδατο, ἴδε ἐλαύνω.

Greek Monotonic

ἐλήλᾰκα: ἐλήλαμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του ἐλαύνω.