ἕλανδρος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕλανδρος:''' -ον ([[ἑλεῖν]]), αυτή που καταστρέφει τους άντρες, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἕλανδρος:''' -ον ([[ἑλεῖν]]), αυτή που καταστρέφει τους άντρες, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕλανδρος:''' улавливающая мужей ([[Ἑλένη]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 19:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλανδρος Medium diacritics: ἕλανδρος Low diacritics: έλανδρος Capitals: ΕΛΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: hélandros Transliteration B: helandros Transliteration C: elandros Beta Code: e(/landros

English (LSJ)

ον,

   A man-destroying, epith. of Helen, A.Ag.689 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 789] Männer fangend, Aesch. Ag. 674.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλανδρος: -ον, ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ἡ καταστρέφουσα τοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 689.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend les hommes.
Étymologie: ἑλεῖν, ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ον
que destruye o pierde a los hombresde Helena, A.A.690.

Greek Monolingual

ἔλανδρος, -ον (Α)
(για την Ελένη) αυτή που καταστρέφει τους άντρες, ολέθρια για τους άνδρες.

Greek Monotonic

ἕλανδρος: -ον (ἑλεῖν), αυτή που καταστρέφει τους άντρες, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἕλανδρος: улавливающая мужей (Ἑλένη Aesch.).