ἐμποιητικός: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμποιητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί [[κάτι]] («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=[[ἐμποιητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί [[κάτι]] («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμποιητικός:''' образующий, порождающий, создающий (τινος Arst., Sext.).
}}
}}

Revision as of 19:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποιητικός Medium diacritics: ἐμποιητικός Low diacritics: εμποιητικός Capitals: ΕΜΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: empoiētikós Transliteration B: empoiētikos Transliteration C: empoiitikos Beta Code: e)mpoihtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A productive of a thing in, ἄλλοις τῶν τοιούτων λόγων Arist. Metaph.1025a4; πάθους S.E.M.7.191; δασείας A.D.Pron.78.11, cf. Andronic.Rhod.p.572 M., Antyll. ap. Orib.6.7.1.

German (Pape)

[Seite 816] ή, όν, hineinbringend, darin erregend; τὸ ἐμποιητικὸν τοῦ πάθους Sext. Emp. adv. math. 7, 191.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἐμποιῶν τι τοῖς ἄλλοις, καὶ ὁ ἄλλοις ἐμποιητικὸς τῶν τοιούτων λόγων Ἀριστοτ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 4. 29, 5, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 191.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que produce, que causa, que provoca c. gen. ὁ ἄλλοις ἐ. (ἄνθρωπος) τῶν τοιούτων λόγων el (hombre) que introduce en los demás tales razonamientos (falsos), Arist.Metaph.1025a4, cf. Clem.Al.Strom.1.8.39, φόβος ἐ. ἐναντίων ἐλπίδων Andronic.Rhod.572, cf. Hdn.Gr.2.594, Sch.A.Th.270d, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ σ̅ ἐν δευτέροις δασείας ἐστὶν ἐμποιητική A.D.Pron.78.11, cf. 93.14, ἡ λαλιὰ κεφαλῆς ... ἔχει τι ... βάρους ἐμποιητικόν Antyll. en Orib.6.7.1, cf. Phlp.in GC 186.7, στρατιὰ ... ὡς δακρύων τοῖς ἁλοῦσιν ἐμποιητική Cyr.Al.M.70.396A, δίκης Cyr.Al.Luc.1.30.3, cf. Theol.Ar.8, Const.App.8.29.2, Chrys.M.64.693A
neutr. subst. τὸ ἐ. τοῦ πάθους S.E.M.7.191, ἐμποιητικὰ πλάδου Aët.8.68.

Greek Monolingual

ἐμποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί κάτι («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐμποιητικός: образующий, порождающий, создающий (τινος Arst., Sext.).