ἔξεισθα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔξεισθα:''' Επικ. αντί [[ἔξει]], βʹ ενικ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]).
|lsmtext='''ἔξεισθα:''' Επικ. αντί [[ἔξει]], βʹ ενικ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξεισθα:''' эп. 2 л. sing. praes. к [[ἔξειμι]] II.
}}
}}

Revision as of 20:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξεισθα Medium diacritics: ἔξεισθα Low diacritics: έξεισθα Capitals: ΕΞΕΙΣΘΑ
Transliteration A: éxeistha Transliteration B: exeistha Transliteration C: ekseistha Beta Code: e)/ceisqa

English (LSJ)

   A v. ἔξειμι (A). ἐξεκᾰτέρωθεν, Adv. on either side, Procl. Par.Ptol.188.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξεισθα: ἴδε τὸ ῥῆμα ἔξειμι (εἶμι).

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. épq. de ἔξειμι².

Greek Monotonic

ἔξεισθα: Επικ. αντί ἔξει, βʹ ενικ. του ἔξειμι (εἶμι ibo).

Russian (Dvoretsky)

ἔξεισθα: эп. 2 л. sing. praes. к ἔξειμι II.