ἐπιδιαρρήγνυμαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
(4) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιδιαρρήγνῡμαι:''' αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., [[ξεσπώ]] [[εναντίον]] ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐπιδιαρρήγνῡμαι:''' αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., [[ξεσπώ]] [[εναντίον]] ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδιαρρήγνῠμαι:''' (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. -διερράγην [ᾰ], Pass.,
A burst at or because of a thing, Ar.Eq.701.
Greek Monolingual
ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α)
σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι έπειτα να το ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»].
Greek Monotonic
ἐπιδιαρρήγνῡμαι: αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., ξεσπώ εναντίον ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιαρρήγνῠμαι: (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph.