ἐπιδιαρρήγνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(4)
(2)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδιαρρήγνῡμαι:''' αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., [[ξεσπώ]] [[εναντίον]] ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπιδιαρρήγνῡμαι:''' αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., [[ξεσπώ]] [[εναντίον]] ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδιαρρήγνῠμαι:''' (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph.
}}
}}

Revision as of 20:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδιαρρήγνῠμαι Medium diacritics: ἐπιδιαρρήγνυμαι Low diacritics: επιδιαρρήγνυμαι Capitals: ΕΠΙΔΙΑΡΡΗΓΝΥΜΑΙ
Transliteration A: epidiarrḗgnymai Transliteration B: epidiarrēgnymai Transliteration C: epidiarrignymai Beta Code: e)pidiarrh/gnumai

English (LSJ)

aor. -διερράγην [ᾰ], Pass.,

   A burst at or because of a thing, Ar.Eq.701.

Greek Monolingual

ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α)
σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι έπειτα να το ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»].

Greek Monotonic

ἐπιδιαρρήγνῡμαι: αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., ξεσπώ εναντίον ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιαρρήγνῠμαι: (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph.