ἐπίπλεως: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίπλεως:''' -ων, Αττ. αντί [[ἐπίπλεος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπίπλεως:''' -ων, Αττ. αντί [[ἐπίπλεος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίπλεως:''' Plut. = [[ἐπίπλεος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ων, Att. for ἐπίπλεος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 970] ων, att. = ἐπίπλεος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπλεως: -ων, Ἀττ. ἀντὶ ἐπίπλεος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
att. c. ἐπίπλεος.
Greek Monotonic
ἐπίπλεως: -ων, Αττ. αντί ἐπίπλεος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπλεως: Plut. = ἐπίπλεος.