ἐπιπαρασκευάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπαρασκευάζομαι:''' Μέσ., [[παρασκευάζω]], [[προμηθεύω]] για τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιπαρασκευάζομαι:''' Μέσ., [[παρασκευάζω]], [[προμηθεύω]] για τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπαρασκευάζομαι:''' добывать себе, заготовлять для себя, запасаться (τι Xen.).
}}
}}

Revision as of 20:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπαρασκευάζομαι Medium diacritics: ἐπιπαρασκευάζομαι Low diacritics: επιπαρασκευάζομαι Capitals: ΕΠΙΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epiparaskeuázomai Transliteration B: epiparaskeuazomai Transliteration C: epiparaskevazomai Beta Code: e)piparaskeua/zomai

English (LSJ)

   A provide oneself with besides, X.Cyr.6.3.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπαρασκευάζομαι: παρασκευάζω, προμηθεύω προσέτι δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

se procurer en outre.
Étymologie: ἐπί, παρασκευάζομαι.

Greek Monolingual

ἐπιπαρασκευάζομαι (Α)
παρασκευάζω, προμηθεύω κάτι επιπρόσθετα για τον εαυτό μου.

Greek Monotonic

ἐπιπαρασκευάζομαι: Μέσ., παρασκευάζω, προμηθεύω για τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπαρασκευάζομαι: добывать себе, заготовлять для себя, запасаться (τι Xen.).