ἐπίνικος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίνικος]], -ον (AM) [[νίκη]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐπίνικος]]<br />ύμνος για τη [[νίκη]] («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επινίκιος]].
|mltxt=[[ἐπίνικος]], -ον (AM) [[νίκη]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐπίνικος]]<br />ύμνος για τη [[νίκη]] («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επινίκιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίνῑκος:''' Pind. = [[ἐπινίκιος]].
}}
}}

Revision as of 20:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίνικος Medium diacritics: ἐπίνικος Low diacritics: επίνικος Capitals: ΕΠΙΝΙΚΟΣ
Transliteration A: epínikos Transliteration B: epinikos Transliteration C: epinikos Beta Code: e)pi/nikos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A ἄωτος Pi.O.8.75, cf. Stratt.40 (dub.l.): Subst. ἐπίνικος (sc. ὕμνοσ, ὁ, Aristid.Or.28(49).34, 61 (pl.).

German (Pape)

[Seite 965] dasselbe, Pind. Ol. 8, 75, χειρῶν ἄωτον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίνῑκος: -ον, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 8, 99, Στράττις ἐν «Πυτίσῳ» 1· ἐπίνικος (ἐξυπ. ὕμνος), ὁ, Ἀριστείδ. 2. σ. 373, πρβλ. Böckh Σχόλ. εἰς Πίνδ. σ. 460.

English (Slater)

ἐπῐνῑκος, ἐπῐνῑκῐος, -ον
   1 of victory ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον (O. 8.75) ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς (N. 4.78)

Greek Monolingual

ἐπίνικος, -ον (AM) νίκη
το αρσ. ως ουσ. ἐπίνικος
ύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)
αρχ.
ο επινίκιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίνῑκος: Pind. = ἐπινίκιος.