ἐπιτάραξις: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτάραξις:''' -εως, ἡ, [[ενόχληση]], [[διατάραξη]], [[σύγχυση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπιτάραξις:''' -εως, ἡ, [[ενόχληση]], [[διατάραξη]], [[σύγχυση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτάραξις:''' εως (ᾰρ) ἡ смятение, замешательство Plat.
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτάραξις Medium diacritics: ἐπιτάραξις Low diacritics: επιτάραξις Capitals: ΕΠΙΤΑΡΑΞΙΣ
Transliteration A: epitáraxis Transliteration B: epitaraxis Transliteration C: epitaraksis Beta Code: e)pita/racis

English (LSJ)

[τᾰ], εως, ἡ,

   A bewilderment, confusion, Pl.R.518a (pl.).

German (Pape)

[Seite 989] ἡ, die Trübung, Verwirrung, Plat. Rep. VII, 518 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, διατάραξις, σύγχυσις, Πλάτ. Πολ. 518Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
trouble, confusion.
Étymologie: ἐπιταράσσω.

Greek Monolingual

ἐπιτάραξις, ἡ (Α) επιταράσσω
διατάραξη, ταραχή, σύγχυση («διτταὶ γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος... καί ἐκ σκότους εἰς φῶς», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, ενόχληση, διατάραξη, σύγχυση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτάραξις: εως (ᾰρ) ἡ смятение, замешательство Plat.