ἐργαλεῖον: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐργᾰλεῖον:''' Ιων. -ήϊον, τό ([[ἔργον]]), [[εργαλείο]], όργανο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἐργᾰλεῖον:''' Ιων. -ήϊον, τό ([[ἔργον]]), [[εργαλείο]], όργανο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐργᾰλεῖον:''' ион. ἐργᾰλήϊον τό орудие, средство производства Her., Thuc., Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. ἐργᾰλήϊον, Cret. ϝεργαλεῖον Schwyzer 180, τό
A(ἔργον) tool, instrument, Hdt.3.131, Th.6.44, Pl.Plt.281c, etc.
German (Pape)
[Seite 1019] τό, ion. ἐργαλήϊον, das Werkzeug; Her. 3, 131; ἐργαλεῖα ἑτοίμαζον εἰς τὸν ἐπιτειχισμόν Thuc. 7, 18; Plat. Polit. 281 c u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰλεῖον: Ἰων. -ήιον, τό, (ἔργον), ἐργαλεῖον, ὄργανον, Ἡρόδ. 3. 131. Θουκ. 6. 44, Πλάτ. Πολιτικ. 281C, κλ. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐργαλεῖον· ἐργαστήριον παρὰ Ταραντίνοις».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
instrument de travail, outil.
Étymologie: ἔργον.
Greek Monotonic
ἐργᾰλεῖον: Ιων. -ήϊον, τό (ἔργον), εργαλείο, όργανο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐργᾰλεῖον: ион. ἐργᾰλήϊον τό орудие, средство производства Her., Thuc., Plat., Plut.