εὐανακόμιστος: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(14) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐανακόμιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[υγεία]]) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανα</i>-[[κομίζω]]. | |mltxt=[[εὐανακόμιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[υγεία]]) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανα</i>-[[κομίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐᾰνᾰκόμιστος:''' досл. легко возвращаемый, перен. отходчивый, уступчивый ([[θυμός]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to bring back, Plu.2.458e; easily restored, of health, Gal.6.297.
German (Pape)
[Seite 1056] leicht zurückzubringen, θυμός Plut. coh. ira 10; herzustellen, von Kranken, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
εὐανακόμιστος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀνακομιζόμενος, ἐπαναφερόμενος, Πλούτ. 2. 458Ε, Γαλην. τ. 6. σ. 297, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à rappeler ou à ramener.
Étymologie: εὖ, ἀνακομίζω.
Greek Monolingual
εὐανακόμιστος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.)
2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-κομίζω.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰνᾰκόμιστος: досл. легко возвращаемый, перен. отходчивый, уступчивый (θυμός Plut.).