ἑπτέτης: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑπτέτης:''' = [[ἑπταετής]], [[εφτάχρονος]] ως προς την [[ηλικία]], σε Αριστοφ.· ονομ. πληθ., <i>ἑπτέτεις</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἑπτέτης:''' = [[ἑπταετής]], [[εφτάχρονος]] ως προς την [[ηλικία]], σε Αριστοφ.· ονομ. πληθ., <i>ἑπτέτεις</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑπτέτης:''' Arph., Plat. = [[ἑπταετής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ἑπταετής, seven years old, Chionid.3, Ar.Ra.422 : nom. pl. ἑπτέτεις Pl.Alc.1.121e:—fem. ἑπτ-έτις, ιδος, Ar.Th.480, Luc. Tox.61.
German (Pape)
[Seite 1013] = ἑπταέτης, Ar. Ran. 418; Plat. Alc. I,121 e u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτέτης: ἑπταετής, ἑπτὰ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Χιωνίδης ἐν «Ἥρωσιν» 3, Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 418· ὀνομ. πληθ. ἑπτέτεις ἐν Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Ε· θηλ. ἑπτέτις. ιδος, ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 480, ἐν Λουκ. Τοξ. 61.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui dure sept ans.
Étymologie: ἑπτά, ἔτος.
Greek Monolingual
ἑπτέτης, ὁ, θηλ. ἑπτέτις (Α)
ο επταετής.
Greek Monotonic
ἑπτέτης: = ἑπταετής, εφτάχρονος ως προς την ηλικία, σε Αριστοφ.· ονομ. πληθ., ἑπτέτεις, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτέτης: Arph., Plat. = ἑπταετής.