ἐπωφέλημα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπωφέλημα:''' -ατος, τό, [[βοήθεια]], [[αρωγή]], [[προμήθεια]], [[βοήθημα]], <i>βορᾶς</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐπωφέλημα:''' -ατος, τό, [[βοήθεια]], [[αρωγή]], [[προμήθεια]], [[βοήθημα]], <i>βορᾶς</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπωφέλημα:''' ατος τό помощь, поддержка: βορᾶς ἐ. Soph. помощь продовольствием. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A help, store, βορᾶς S.Ph. 275.
German (Pape)
[Seite 1016] τό, Beistand, Nutzen, βορᾶς, Soph. Phil. 275.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωφέλημα: τό, βοήθημα, ταμίευμα, βορᾶς Σοφ. Φ. 275.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
secours, utilité.
Étymologie: ἐπωφελέω.
Greek Monolingual
ἐπωφέλημα, τὸ (Α)
βοήθημα, προμήθεια («βορᾱς ἐπωφέλημα σμικρόν», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπωφέλημα: -ατος, τό, βοήθεια, αρωγή, προμήθεια, βοήθημα, βορᾶς, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπωφέλημα: ατος τό помощь, поддержка: βορᾶς ἐ. Soph. помощь продовольствием.