εὐσύμβλητος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐσύμβλητος:''' αρχ. Αττ. εὐ-ξυμβ-, -ον, = το επόμ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''εὐσύμβλητος:''' αρχ. Αττ. εὐ-ξυμβ-, -ον, = το επόμ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐσύμβλητος:''' староатт. [[εὐξύμβλητος]] 2 легко разгадываемый, нетрудный для истолкования ([[χρησμῳδία]] Aesch.; [[τέρας]] Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 31 December 2018
English (LSJ)
old Att. εὐξ-, ον, = sq. 1,
A τέρας Hdt.7.57; ἥδ' οὐκέτ' εὐξὺμβλητος ἡ χρησμῳδία A.Pr.775.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύμβλητος: καὶ ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβλητος, ον, = τῷ ἑπομ., τέρας εὐσ. Ἡρόδ. 7. 57· ἥδ’ οὐκέτ’ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία Αἰσχύλ. Πρ. 775.
French (Bailly abrégé)
anc. att. εὐξύμβλητος;
ος, ον :
facile à conjecturer, à deviner.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.
Greek Monolingual
εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ-βλητός (< συμβάλλω)].
Greek Monotonic
εὐσύμβλητος: αρχ. Αττ. εὐ-ξυμβ-, -ον, = το επόμ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐσύμβλητος: староатт. εὐξύμβλητος 2 легко разгадываемый, нетрудный для истолкования (χρησμῳδία Aesch.; τέρας Her.).