εὐρυχώριον: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(15)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρυχώριον]], το (Α) [[ευρύχωρος]]<br />[[τόπος]] [[ευρύς]], διαρρυθμισμένος για [[εκτέλεση]] σωματικών ασκήσεων.
|mltxt=[[εὐρυχώριον]], το (Α) [[ευρύχωρος]]<br />[[τόπος]] [[ευρύς]], διαρρυθμισμένος για [[εκτέλεση]] σωματικών ασκήσεων.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρῠχώριον:''' τό площадка, площадь Plat.
}}
}}

Revision as of 21:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1096] τό, = Vorigem, im plur. Plat. Legg. VII, 804 c, wo Ast εὐρυχωρίαι lesen will.

Greek Monolingual

εὐρυχώριον, το (Α) ευρύχωρος
τόπος ευρύς, διαρρυθμισμένος για εκτέλεση σωματικών ασκήσεων.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠχώριον: τό площадка, площадь Plat.