εὐσεβία: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐσεβία:''' ἡ, ποιητ. αντί [[εὐσέβεια]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''εὐσεβία:''' ἡ, ποιητ. αντί [[εὐσέβεια]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐσεβία:''' Pind., Soph. = [[εὐσέβεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, poet. for εὐσέβεια, Thgn. 1142 codd., Pi.O.8.8, S.Ant.943 (lyr.), OC189 (lyr.); personified, Emp.4.5, Critias 6.22, Epigr.Gr.1055 (Syria), etc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσεβία: ἡ, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ εὐσέβεια, Θέογν. 1138, Πινδ. Ο. 8. 10, Σοφ. Ἀντ. 943, Ο. Κ. 189, Κριτίας παρ’ Ἀθην. 433Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. εὐσέβεια.
English (Slater)
εὐσεβία
1 piety ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς (Boeckh: εὐσεβείας codd.) (O. 8.8)
Greek Monolingual
εὐσεβία και εὐσεβίη, ἡ (Α) ευσεβής
βλ. ευσέβεια.
Greek Monotonic
εὐσεβία: ἡ, ποιητ. αντί εὐσέβεια, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
εὐσεβία: Pind., Soph. = εὐσέβεια.