εὔπρυμνος: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔπρυμνος:''' -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που είχε [[καλή]] [[πρύμνη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | |lsmtext='''εὔπρυμνος:''' -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που είχε [[καλή]] [[πρύμνη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔπρυμνος:''' с крепкой или красивой кормой ([[νῆες]] Hom.; πλάται Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with goodly stern or poop, νῆες Il. 4.248, B.12.150, cf. Hp.Ep.14, E.IT1000, 1357; πλάται Id.IA723.
German (Pape)
[Seite 1091] mit schönem Hintertheil, wohlverziertem Spiegel, νῆες Il. 4, 248; Eur. I. T. 1000; πλάται I. A. 723.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπρυμνος: -ον, ἔχων καλὴν πρύμναν, νῆες Ἰλ. Δ. 248, Εὐρ. Ι. Τ. 1000, 1357
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la belle poupe, à la poupe solide.
Étymologie: εὖ, πρύμνα.
English (Autenrieth)
(πρυμνή): of ships, with well-built or decorated sterns, Il. 4.248†.
Greek Monolingual
εὔπρυμνος, -ον (Α)
με ωραία πρύμνη («νῆες... εὔπρυμνοι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρυμνός «πρύμνη»].
Greek Monotonic
εὔπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που είχε καλή πρύμνη, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπρυμνος: с крепкой или красивой кормой (νῆες Hom.; πλάται Eur.).