ἐφαιρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
(4)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφαιρέομαι:''' Παθ., εκλέγομαι ή διορίζομαι ως [[διάδοχος]] κάποιου, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐφαιρέομαι:''' Παθ., εκλέγομαι ή διορίζομαι ως [[διάδοχος]] κάποιου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφαιρέομαι:''' дополнительно выбирать: ὁ [[ἐφῃρημένος]] [[μετά]] τινα Thuc. избранный на место кого-л.
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1112] (s. αἱρέω), noch dazu wählen, D. C. 49, 43; ἐφῃρημένος, noch dazu gewählt, phuc. 4, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφαιρέομαι: Παθ., ἐκλέγομαι ἢ διορίζομαι ὅπως διαδεχθῶ ἄλλον, Θουκ. 4. 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 93. - Μέσ., ἐκλέγω διάδοχον, Λατ. subrogare, Δίων Κ. 49. 43. - ὁ ἐνεργ. τύπος ἐφαιρεῖν εὕρηται ἐν Ἐπιγρ. Δελφ. W. et F. 167.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
élire à la place d’un autre ; Pass. (part. pf. ἐφῃρημένος) être élu en remplacement d’un autre.
Étymologie: ἐπί, αἱρέω.

Greek Monotonic

ἐφαιρέομαι: Παθ., εκλέγομαι ή διορίζομαι ως διάδοχος κάποιου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφαιρέομαι: дополнительно выбирать: ὁ ἐφῃρημένος μετά τινα Thuc. избранный на место кого-л.