ἡπάτιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(16)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡπάτιον]], το (Α)<br />[[συκωτάκι]], σύνηθες [[έδεσμα]] στην αρχαία Αθήνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>].
|mltxt=[[ἡπάτιον]], το (Α)<br />[[συκωτάκι]], σύνηθες [[έδεσμα]] στην αρχαία Αθήνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡπάτιον:''' (ᾰ) τό печенка (καπριδίου νέου Arph.).
}}
}}

Revision as of 21:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡπᾰτιον Medium diacritics: ἡπάτιον Low diacritics: ηπάτιον Capitals: ΗΠΑΤΙΟΝ
Transliteration A: hēpátion Transliteration B: hēpation Transliteration C: ipation Beta Code: h(pa/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἧπαρ, a common dish at Athens, Ar.Fr.506, Alc.Com.25, Alex.110.16, PLond.3.1259.36 (iv A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1173] τό, dim. von ἧπαρ, Hegesand. u. A. bei Ath. III, 107.

Greek (Liddell-Scott)

ἡπάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἧπαρ, «συκωτάκι», «συκωτάκια», κοινὸν ἔδεσμα ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Ἄλεξ. Κρατ. 2. 16, κτλ.˙ πρβλ. ἧπαρ.

Greek Monolingual

ἡπάτιον, το (Α)
συκωτάκι, σύνηθες έδεσμα στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + υποκορ. κατάλ. -ιον].

Russian (Dvoretsky)

ἡπάτιον: (ᾰ) τό печенка (καπριδίου νέου Arph.).