ἤσκειν: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(4) |
(2b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἤσκειν:''' αντί <i>ἤσκεεν</i>, γʹ ενικ. παρατ. του [[ἀσκέω]]. | |lsmtext='''ἤσκειν:''' αντί <i>ἤσκεεν</i>, γʹ ενικ. παρατ. του [[ἀσκέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἤσκειν:''' эп. (из *ἤσκεεν) 3 л. sing. impf. к [[ἀσκέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἤσκειν: ἀντὶ ἤσκεεν, γ΄ ἑν. παρατ. τοῦ ἀσκέω, Ἰλ. Γ. 388.
French (Bailly abrégé)
p. ἤσκεεν;
3ᵉ sg. impf. épq. de ἀσκέω.
English (Autenrieth)
see ἀσκέω.
Greek Monotonic
ἤσκειν: αντί ἤσκεεν, γʹ ενικ. παρατ. του ἀσκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἤσκειν: эп. (из *ἤσκεεν) 3 л. sing. impf. к ἀσκέω.