ἡμιθνής: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμιθνής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ = [[ἡμιθανής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἡμιθνής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ = [[ἡμιθανής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμιθνής:''' ῆτος adj. полумертвый Thuc., Arph., Aeschin., Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ,
A = ἡμιθανής, Ar.Nu.504, Th. 2.52, Plb.14.5.7, Gal.10.1021; of fear, Aeschin.3.159; ὕπνος βαθὺς καὶ ἡ. Philostr.VA2.36.
German (Pape)
[Seite 1168] ῆτος, halb todt; Ar. Nubb. 504; Thuc. 2, 52; Aesch. 3, 159; Pol. 14, 5, 7 u. Sp. – Der Accent ἡμίθνης ist wider die Analogie.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιθνής: ῆτος, ὁ, ἠ, = ἡμιθανής, Ἀριστοφ. Νεφ. 504, Θουκ. 2. 52, Αἰσχίν. 76. 18, κτλ.· ὕπνος βαθὺς καὶ ἡμ. Φιλόστρ. 88.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
à demi mort, moribond.
Étymologie: ἡμι-, θνῄσκω.
Greek Monolingual
ἡμιθνής, ὁ (Α)
1. ημιθανής
2. (ως επίθ. για τον ύπνο) αυτός που οδηγεί σε πλήρη αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θνης (< θνήσκω), πρβλ. λιμο-θνής, χειμο-θνής].
Greek Monotonic
ἡμιθνής: -ῆτος, ὁ, ἡ = ἡμιθανής, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιθνής: ῆτος adj. полумертвый Thuc., Arph., Aeschin., Polyb.