Θυώνη: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(17) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Θυώνη]] και δωρ. Θυώνα, ἡ (Α) [<i>θύω</i> (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ [[Θυώνη]]<br />επίθ. της Σεμέλης<br /><b>2.</b> [[μερίδα]] του θύματος. | |mltxt=[[Θυώνη]] και δωρ. Θυώνα, ἡ (Α) [<i>θύω</i> (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ [[Θυώνη]]<br />επίθ. της Σεμέλης<br /><b>2.</b> [[μερίδα]] του θύματος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Θυώνη:''' дор. [[Θυώνα]] ἡ [[θύω]] II] Тиона, «Неистовая» (имя Семелы после ее обожествления) HH, Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (θύω B) epith. of Semele, h.Hom.1.21, Sapph.Supp. 6.10, Pi.P.3.99, D.S.3.62, etc.:—Adj. Θυωναῖος
A Διόνυσος Opp.C. 1.27. II θῠώνη, Dor. -ᾱ, ἡ, portion of sacrifice, acc. pl. -ας Abh. Berl.Akad. 1928(6).12 (Cos); cf. Hsch. s.v. θύανον.
Greek (Liddell-Scott)
Θυώνη: ἡ, (θύω Β) ἐπίθ. τῆς Σεμέλης, Ὕμν. Ὁμ. 5. 21, Πίνδ. Π. 3. 177, Ἀπολλ. Ρόδ. κλ., ἴδε Valck. Diatr. σ. 154˙ ἐντεῦθεν αὐτὸς ὁ Βάκχος καλεῖται Thyoneus, Ὁρατ. - Ἐπίθ. Θυωναῖος, Διόνυσος Ὀππ. Κυν. 1. 27.
Greek Monolingual
Θυώνη και δωρ. Θυώνα, ἡ (Α) [θύω (ΙΙ)]
1. ως κύριο όν. ἡ Θυώνη
επίθ. της Σεμέλης
2. μερίδα του θύματος.
Russian (Dvoretsky)
Θυώνη: дор. Θυώνα ἡ θύω II] Тиона, «Неистовая» (имя Семелы после ее обожествления) HH, Pind.