Θυώνα

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source

English (Slater)

Θῠώνα = Σεμέλα, q. v. ἀτὰρ λευκωλένῳ γε Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ (P. 3.99)

Russian (Dvoretsky)

Θυώνα: ἡ дор. = Θυώνη.