ἰχνοσκοπία: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(18) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰχνοσκοπία]], ἡ (Α) [[ιχνοσκοπώ]]<br />το να ανιχνεύει [[κάποιος]], το να αναζητά [[κάποιος]] ίχνη. | |mltxt=[[ἰχνοσκοπία]], ἡ (Α) [[ιχνοσκοπώ]]<br />το να ανιχνεύει [[κάποιος]], το να αναζητά [[κάποιος]] ίχνη. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰχνοσκοπία:''' ἡ pl. выслеживание (дичи) Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A looking at the tracks, Plu.2.917f.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνοσκοπία: ἡ, τὸ ἰχνοσκοτεῖν, Πλούτ. 2. 917F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d’observer ou de suivre la trace.
Étymologie: ἰχνοσκοπέω.
Greek Monolingual
ἰχνοσκοπία, ἡ (Α) ιχνοσκοπώ
το να ανιχνεύει κάποιος, το να αναζητά κάποιος ίχνη.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνοσκοπία: ἡ pl. выслеживание (дичи) Plut.