ἰχνοσκοπία: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰχνοσκοπία]], ἡ (Α) [[ιχνοσκοπώ]]<br />το να ανιχνεύει [[κάποιος]], το να αναζητά [[κάποιος]] ίχνη.
|mltxt=[[ἰχνοσκοπία]], ἡ (Α) [[ιχνοσκοπώ]]<br />το να ανιχνεύει [[κάποιος]], το να αναζητά [[κάποιος]] ίχνη.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰχνοσκοπία:''' ἡ pl. выслеживание (дичи) Plut.
}}
}}

Revision as of 22:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχνοσκοπία Medium diacritics: ἰχνοσκοπία Low diacritics: ιχνοσκοπία Capitals: ΙΧΝΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: ichnoskopía Transliteration B: ichnoskopia Transliteration C: ichnoskopia Beta Code: i)xnoskopi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A looking at the tracks, Plu.2.917f.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνοσκοπία: ἡ, τὸ ἰχνοσκοτεῖν, Πλούτ. 2. 917F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’observer ou de suivre la trace.
Étymologie: ἰχνοσκοπέω.

Greek Monolingual

ἰχνοσκοπία, ἡ (Α) ιχνοσκοπώ
το να ανιχνεύει κάποιος, το να αναζητά κάποιος ίχνη.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνοσκοπία: ἡ pl. выслеживание (дичи) Plut.