ἰόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(6_12)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰόομαι''': ῑ, Παθ. (ἰὸς ΙΙ) [[γίνομαι]] [[ἰώδης]], πληροῦμαι ἰοῦ, σκωρίας, σκωριάζω, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 8, Θεοφρ. Χαρακτ. 10, Διοσκ. 5. 89, κ. ἀλλ.
|lstext='''ἰόομαι''': ῑ, Παθ. (ἰὸς ΙΙ) [[γίνομαι]] [[ἰώδης]], πληροῦμαι ἰοῦ, σκωρίας, σκωριάζω, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 8, Θεοφρ. Χαρακτ. 10, Διοσκ. 5. 89, κ. ἀλλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰόομαι:''' [[ἰός]] III] покрываться ржавчиной, ржаветь (τὰ ἰωμένα χαλκεῖα Arst.).
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόομαι Medium diacritics: ἰόομαι Low diacritics: ιόομαι Capitals: ΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: ióomai Transliteration B: ioomai Transliteration C: ioomai Beta Code: i)o/omai

English (LSJ)

Pass., (ἰός c)

   A become or be rusty, Arist.Col.793b6, Thphr. Char.10.14, Dsc.5.78, Antig.Mir.151.    2 become acrid, embittered, Hsch.:—Act. ἰόω, only late, rust, ὁ σίδηρος μᾶλλον ἰοῖ Olymp.in Mete. 266.26, cf. 270.14; convert into ἰός, Zos.Alch.pp.148,238B.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόομαι: ῑ, Παθ. (ἰὸς ΙΙ) γίνομαι ἰώδης, πληροῦμαι ἰοῦ, σκωρίας, σκωριάζω, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 8, Θεοφρ. Χαρακτ. 10, Διοσκ. 5. 89, κ. ἀλλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰόομαι: ἰός III] покрываться ржавчиной, ржаветь (τὰ ἰωμένα χαλκεῖα Arst.).