καλλίγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλίγᾰμος:''' -ον, [[ευτυχισμένος]] μέσα στο γάμο του, σε Ανθ.
|lsmtext='''καλλίγᾰμος:''' -ον, [[ευτυχισμένος]] μέσα στο γάμο του, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίγᾰμος:''' (ῐ) связанный счастливым браком (λέκτρα Anth.).
}}
}}

Revision as of 22:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίγᾰμος Medium diacritics: καλλίγαμος Low diacritics: καλλίγαμος Capitals: ΚΑΛΛΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: kallígamos Transliteration B: kalligamos Transliteration C: kalligamos Beta Code: kalli/gamos

English (LSJ)

ον,

   A of happy marriage, λέκτρα AP9.765 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1309] schön vermählt, λέκτρα Paul. Sil. 67 (IX, 765).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίγᾰμος: -ον, εὐτυχὴς ἐν τῷ γάμῳ, καλλιγάμοις λέκτροις Ἀνθ. Π. 9. 765.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’heureuse union.
Étymologie: καλός, γάμος.

Greek Monolingual

καλλίγαμος, -ον (Α)
ευτυχισμένος στον γάμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. έγ-γαμος, πολύ-γαμος].

Greek Monotonic

καλλίγᾰμος: -ον, ευτυχισμένος μέσα στο γάμο του, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίγᾰμος: (ῐ) связанный счастливым браком (λέκτρα Anth.).