καμινευτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰμῑνευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· <i>αὐλὸς κ</i>., ο [[σωλήνας]] του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ.
|lsmtext='''κᾰμῑνευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· <i>αὐλὸς κ</i>., ο [[σωλήνας]] του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰμῑνευτήρ:''' ῆρος adj. m воздуходувный: αὐλὸς κ. трубка кузнечного меха Anth.
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνευτήρ Medium diacritics: καμινευτήρ Low diacritics: καμινευτήρ Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΤΗΡ
Transliteration A: kamineutḗr Transliteration B: kamineutēr Transliteration C: kamineftir Beta Code: kamineuth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = foreg.; αὐλὸς κ. the pipe

   A of a smith's bellows, AP6.92 (Phil.):—fem. κᾰμῑν-εύτρια Aristarch. ap.Eust. 1835.41, Hsch. s.v. καμινοῖ.

German (Pape)

[Seite 1317] ῆρος, ὁ, dasselbe; αὐλός, Schmelz-, Löthrohr, Philp. 76 (VI, 92).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνευτήρ: ῆρος, ὁ, καμινευτικός, αὐλὸς καμινευτήρ, ὁ σωλὴν φυσητηρίων χαλκέως, Ἀνθ. Π. 6. 92.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui attise le feu du fourneau, de la forge.
Étymologie: καμινεύω.

Greek Monotonic

κᾰμῑνευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· αὐλὸς κ., ο σωλήνας του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμῑνευτήρ: ῆρος adj. m воздуходувный: αὐλὸς κ. трубка кузнечного меха Anth.