καταδράθω: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
(5) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταδράθω:''' [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ του [[καταδαρθάνω]]. | |lsmtext='''καταδράθω:''' [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ του [[καταδαρθάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταδράθω:''' эп. conjct. act. к [[καταδαρθάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. καταδαρθάνω.
English (Autenrieth)
see καταδαρθάνω.
Greek Monotonic
καταδράθω: [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.
Russian (Dvoretsky)
καταδράθω: эп. conjct. act. к καταδαρθάνω.