καταισχυντήρ: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταισχυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καταισχυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταισχυντήρ:''' ῆρος ὁ осквернитель (δόμων Aesch.).
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταισχυντήρ Medium diacritics: καταισχυντήρ Low diacritics: καταισχυντήρ Capitals: ΚΑΤΑΙΣΧΥΝΤΗΡ
Transliteration A: kataischyntḗr Transliteration B: kataischyntēr Transliteration C: kataischyntir Beta Code: kataisxunth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A dishonourer, δόμων A.Ag.1363.

German (Pape)

[Seite 1351] ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Entehrende, δόμων Aesch. Ag. 1336.

Greek (Liddell-Scott)

καταισχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. αἰσχυντήρ, δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui déshonore, gén..
Étymologie: καταισχύνω.

Greek Monolingual

καταισχυντήρ, ὁ (Α) καταισχύνω
αυτός που βρίζει, που ατιμάζει.

Greek Monotonic

καταισχυντήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καταισχυντήρ: ῆρος ὁ осквернитель (δόμων Aesch.).