κατάθεσις: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_8) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάθεσις''': -εως, ἡ, [[ὅταν]] οἱ κλάδοι τοῦ φοίνικος πίπτωσι προς τα [[κάτω]], διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα (τὰ στελέχη τῶν φοινίκων) Διόδ. 2. 53· [[καταβολή]], χώσιμον καταβολάδων εἰς τὴν γῆν, Γεωπ. 9. 5, 1· οὕτω, καταθετέον, ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ κατατιθέναι, [[αὐτόθι]] 4. 12, 15. 2) πληρωμή, καταβολὴ χρημάτων, ἐπὶ τῇ καταθ. τοῦ φόρου Συλλ. Ἐπιγρ. 2826. 17 (;), πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄ 47, Ε΄, 103, Θωμᾶν Μάγιστρ. 3) [[βεβαίωσις]], [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἐτυμολ. Μ. 97. 38· - [[ὡσαύτως]], [[κατάθεσις]], [[ὁμολογία]], Ἰω. Μαλαλ. σ. 494. 4) [[ἐγκατάλειψις]], τοῦ πολέμου Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 5) [[κατάθεσις]] σώματος εἰς τάφον, [[συχν]]. ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9598, 9610, κ. ἀλλ. | |lstext='''κατάθεσις''': -εως, ἡ, [[ὅταν]] οἱ κλάδοι τοῦ φοίνικος πίπτωσι προς τα [[κάτω]], διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα (τὰ στελέχη τῶν φοινίκων) Διόδ. 2. 53· [[καταβολή]], χώσιμον καταβολάδων εἰς τὴν γῆν, Γεωπ. 9. 5, 1· οὕτω, καταθετέον, ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ κατατιθέναι, [[αὐτόθι]] 4. 12, 15. 2) πληρωμή, καταβολὴ χρημάτων, ἐπὶ τῇ καταθ. τοῦ φόρου Συλλ. Ἐπιγρ. 2826. 17 (;), πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄ 47, Ε΄, 103, Θωμᾶν Μάγιστρ. 3) [[βεβαίωσις]], [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἐτυμολ. Μ. 97. 38· - [[ὡσαύτως]], [[κατάθεσις]], [[ὁμολογία]], Ἰω. Μαλαλ. σ. 494. 4) [[ἐγκατάλειψις]], τοῦ πολέμου Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 5) [[κατάθεσις]] σώματος εἰς τάφον, [[συχν]]. ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9598, 9610, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάθεσις:''' εως ἡ сажание, посадка (τῶν κλάδων Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A layering of branches for propagation, κ. κλάδων D.S.2.53; φυτῶν ἐν τῇ γῇ Gp.9.5.1: generally, planting, Χορτασμάτων PStrassb.10.10(iii A.D.). 2 paying down, payment, Ph.2.224, Poll.4.47, 5.103, dub. in CIG2826.17 (Aphrodisias). 3 laying down or affirming, positive statement, δύο στερήσεις κ. ποιοῦσιν EM 97.38. 4 laying aside, giving up, τοῦ πολέμου Anon. ap. Suid. s. vv. καταθέσει, κτηματίτην. 5 in Surgery, position, 'putting up' of a limb, Erot. s.v. κατατεῖναι, Pall. in Hp.Fract.12.273 C. 6 in Law, promise, covenant, Just.Nov.85.3.1, 94.2; also, disposition, POxy.243.11 (i A.D.), Sammelb.5679.18 (iv A.D.). 7 burial, POxy.475.31 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1349] ἡ, das Niederlegen, Hinlegen, bes. vom Gelde, das Erlegen, Bezahlen, Poll. 4, 47 u. a. Sp. – Das Ablegen, Ableger machen von Pflanzen, τῶν κλάδων D. Sic. 2, 53. – Bei Suid. auch κατάπαυσις, κατάληξις, das Aufhören; im E. M. Bejahung, p. 97, 38.
Greek (Liddell-Scott)
κατάθεσις: -εως, ἡ, ὅταν οἱ κλάδοι τοῦ φοίνικος πίπτωσι προς τα κάτω, διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα (τὰ στελέχη τῶν φοινίκων) Διόδ. 2. 53· καταβολή, χώσιμον καταβολάδων εἰς τὴν γῆν, Γεωπ. 9. 5, 1· οὕτω, καταθετέον, ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ κατατιθέναι, αὐτόθι 4. 12, 15. 2) πληρωμή, καταβολὴ χρημάτων, ἐπὶ τῇ καταθ. τοῦ φόρου Συλλ. Ἐπιγρ. 2826. 17 (;), πρβλ. Πολυδ. Δ΄ 47, Ε΄, 103, Θωμᾶν Μάγιστρ. 3) βεβαίωσις, ἐπιβεβαίωσις, Ἐτυμολ. Μ. 97. 38· - ὡσαύτως, κατάθεσις, ὁμολογία, Ἰω. Μαλαλ. σ. 494. 4) ἐγκατάλειψις, τοῦ πολέμου Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 5) κατάθεσις σώματος εἰς τάφον, συχν. ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9598, 9610, κ. ἀλλ.
Russian (Dvoretsky)
κατάθεσις: εως ἡ сажание, посадка (τῶν κλάδων Diod.).