καταπείθω: Difference between revisions
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπείθω:''' μέλ. -[[πείσω]], [[πείθω]] εντελώς, σε Λουκ. | |lsmtext='''καταπείθω:''' μέλ. -[[πείσω]], [[πείθω]] εντελώς, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπείθω:''' убеждать, увещевать Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A persuade, LXX 2 Ki.17.16, Luc.Charid.16:—Pass., Sch.Ar.Pl.507.
German (Pape)
[Seite 1368] überreden, überzeugen, Luc. Charid. 16.
Greek (Liddell-Scott)
καταπείθω: μέλλ. -πείσω, ἐντελῶς πείθω, Λουκ. Χαρίδ. 16, Γραμμ., καὶ «καταπέποιθα· κατατεθάρρηκα» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
persuader, déterminer.
Étymologie: κατά, πείθω.
Greek Monolingual
(AM καταπείθω)
(επιτ. τ. του πείθω)
1. πείθω κάποιον πλήρως
2. μέσ. καταπείθομαι
πείθομαι, πιστεύω σε κάποιον.
Greek Monotonic
καταπείθω: μέλ. -πείσω, πείθω εντελώς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
καταπείθω: убеждать, увещевать Luc.