κατάκρας: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(19)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάκρας]] (Α, ιων. τ. [[κατάκρης]])<br /><b>επίρρ.</b> από την [[κορυφή]] ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ’ ἄκρας</i>].
|mltxt=[[κατάκρας]] (Α, ιων. τ. [[κατάκρης]])<br /><b>επίρρ.</b> από την [[κορυφή]] ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ’ ἄκρας</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάκρας:''' ион. [[κατάκρης]], чаще κατ᾽ ἄκρας adv. сильно, весьма Hom., Soph.
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκρας Medium diacritics: κατάκρας Low diacritics: κατάκρας Capitals: ΚΑΤΑΚΡΑΣ
Transliteration A: katákras Transliteration B: katakras Transliteration C: katakras Beta Code: kata/kras

English (LSJ)

Ion. κατ-άκρης,

   A v. ἄκρα.

German (Pape)

[Seite 1356] ion. κατάκρης, d. i. κατ' ἄκρας, wie auch bei Hom. geschrieben wird u. auch in Prosa zu schreiben ist, s. die Beispiele unter ἄκρα, gänzlich, ganz u. gar, heftig, Soph. O. C. 1244, vgl. Ellendt Lex. h. v.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκρας: Ἰων. -άκρης, βελτίων ἡ διῃρημένη γραφὴ κατ’ ἄκρας· ἴδε ἄκρα. Ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μετεχειρίσθησαν καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταὶ καὶ πεζοί, μετὰ τῶν ῥημ. αἱρεῖν, πέρθειν, πυρὶ σμύχειν· καὶ ὁ Ρωμ. ποιητὴς alto a culmine·― «κατὰ κεφαλῆς, κατὰ κράτος. σφοδρῶς. καὶ αἰφνιδίως» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

adv.
de fond en comble.
Étymologie: κατά, ἄκρος.

Greek Monolingual

κατάκρας (Α, ιων. τ. κατάκρης)
επίρρ. από την κορυφή ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ἄκρας].

Russian (Dvoretsky)

κατάκρας: ион. κατάκρης, чаще κατ᾽ ἄκρας adv. сильно, весьма Hom., Soph.