κατάκρης
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
Adv., Ion. for κατάκρας (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1356] ion. = κατάκρας.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρης: adv. ион. = κατάκρας.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρης: Ἐπίρρ., Ἰων. ἀντὶ κατάκρας, ὃ ἴδε.
English (Autenrieth)
=κατάκρηθεν, see ἄκρη.
Greek Monolingual
κατάκρης (Α)
επίρρ. ιων. τ. βλ. κατάκρας.
Greek Monotonic
κατάκρης: επίρρ., καλύτερα κατ' ἄκρης, βλ. ἄκρα.