καταστοχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(6_5)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστοχάζομαι''': ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν [[τείνω]], κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, [[ἐπιτυγχάνω]], εἰκάζων [[εὑρίσκω]], τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, [[μετὰ]] γεν., [[ὥσπερ]] ὁ [[τοξότης]] πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ [[βέλος]], [[οὕτως]] ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.
|lstext='''καταστοχάζομαι''': ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν [[τείνω]], κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, [[ἐπιτυγχάνω]], εἰκάζων [[εὑρίσκω]], τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, [[μετὰ]] γεν., [[ὥσπερ]] ὁ [[τοξότης]] πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ [[βέλος]], [[οὕτως]] ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστοχάζομαι:''' улавливать, разгадывать (τὸ [[μέλλον]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστοχάζομαι Medium diacritics: καταστοχάζομαι Low diacritics: καταστοχάζομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katastocházomai Transliteration B: katastochazomai Transliteration C: katastochazomai Beta Code: katastoxa/zomai

English (LSJ)

   A aim at, τὸ συμφέρον Alex. Trall.Febr.6: hence, hit, guess, infer, τι Plb.12.13.4; τὸ μέλλον D.S.19.39; τινος Ath.9.391b, Procl.in Alc.p.46 C., Phlp.in Ph.640.3: abs., Heph.Astr.3.4:—Act. is f.l. in Suid. s.v. προφητεία, and dub. cj. for καταστοχέω (q. v.):—Pass., τὸ -ασμένον εἰκότως Phld.Rh.1.362 S.; κατεστοχάσθαι, gloss on ἐσκευωρῆσθαι, EM385.15.

Greek (Liddell-Scott)

καταστοχάζομαι: ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν τείνω, κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, ἐπιτυγχάνω, εἰκάζων εὑρίσκω, τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, μετὰ γεν., ὥσπερτοξότης πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ βέλος, οὕτως ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

καταστοχάζομαι: улавливать, разгадывать (τὸ μέλλον Diod.).