καταστοχάζομαι

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστοχάζομαι Medium diacritics: καταστοχάζομαι Low diacritics: καταστοχάζομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katastocházomai Transliteration B: katastochazomai Transliteration C: katastochazomai Beta Code: katastoxa/zomai

English (LSJ)

aim at, τὸ συμφέρον Alex. Trall.Febr.6: hence, hit, guess, infer, τι Plb.12.13.4; τὸ μέλλον D.S.19.39; τινος Ath.9.391b, Procl.in Alc.p.46 C., Phlp.in Ph.640.3: abs., Heph.Astr.3.4:—Act. is f.l. in Suid. s.v. προφητεία, and dub. cj. for καταστοχέω (q.v.):—Pass., τὸ καταστοχασμένον εἰκότως Phld.Rh.1.362 S.; κατεστοχάσθαι, Glossaria on ἐσκευωρῆσθαι, EM385.15.

Greek (Liddell-Scott)

καταστοχάζομαι: ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν τείνω, κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, ἐπιτυγχάνω, εἰκάζων εὑρίσκω, τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, μετὰ γεν., ὥσπερτοξότης πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ βέλος, οὕτως ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

καταστοχάζομαι: улавливать, разгадывать (τὸ μέλλον Diod.).

German (Pape)

med., erzielen, erraten, τί, Pol. 12.13.4; τὸ μέλλον DS. 19.39; – τινός, auf Etwas zielen, Sp.