καρανιστής: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(5)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰρᾱνιστής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.
|lsmtext='''κᾰρᾱνιστής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰρᾱνιστής:''' οῦ adj. m Eur. = [[καρανιστήρ]].
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1325] ὁ, den Kopf, das Leben kostend, μόρος Eur. Rhes. 817.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρᾱνιστής: ῆρος, ὁ, ἀποβλέπων τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι δίκαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 186· - οὕτω, καρανιστὴς μόρος, θάνατος δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 817.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui arrache la tête, la vie.
Étymologie: *καρανίζω de κάρα.

Greek Monolingual

(καρανιστής, ὁ) (Α)
αυτός που θανατώνει με αποκεφαλισμό («καρανιστὴς μόρος» — θάνατος με αποκεφαλισμό, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].

Greek Monotonic

κᾰρᾱνιστής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρᾱνιστής: οῦ adj. m Eur. = καρανιστήρ.