καταφευκτέον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(nl) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καταφευκτέον, adj. verb. van καταφεύγω, men moet zijn toevlucht nemen. | |elnltext=καταφευκτέον, adj. verb. van καταφεύγω, men moet zijn toevlucht nemen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταφευκτέον:''' adj. verb. к [[καταφεύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must fall back upon, have recourse to, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Arist.Rh.Al.1429a14; ἐπί τινα Luc.Pisc.3.
Greek (Liddell-Scott)
καταφευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ καταφύγῃ εἴς τι, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 8.16· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 3.
Greek Monotonic
καταφευκτέον: ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί κάποιος να καταφύγει, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφευκτέον, adj. verb. van καταφεύγω, men moet zijn toevlucht nemen.
Russian (Dvoretsky)
καταφευκτέον: adj. verb. к καταφεύγω.