Κενταύρειος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Κενταύρειος:''' -α, -ον, αυτός που χαρακτηρίζει τους Κενταύρους, σε Ευρ. | |lsmtext='''Κενταύρειος:''' -α, -ον, αυτός που χαρακτηρίζει τους Κενταύρους, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κενταύρειος:''' кентавров ([[γένος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:51, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of Centaurs, γένος E.IA706; αἷμα Luc.Peregr. 25.
Greek (Liddell-Scott)
Κενταύρειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τοὺς Κενταύρους, γένος Εὐρ. Ι. Α. 706.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de centaure.
Étymologie: Κένταυρος.
Greek Monotonic
Κενταύρειος: -α, -ον, αυτός που χαρακτηρίζει τους Κενταύρους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Κενταύρειος: кентавров (γένος Eur.).