κάρπασον: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
(2b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάρπασον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[λευκός]] [[ελλέβορος]]<br /><b>2.</b> ο [[δηλητηριώδης]] [[χυμός]] του ελλέβορου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, [[λέξη]] όπως επιβεβαιώνεται από την [[εναλλαγή]] <i>s</i> και <i>th</i> οδοντικού: Καρπασία / [[Κάρπαθος]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>carpasum</i> / <i>carpathum</i>). Η [[αναγωγή]] της λ. σε [[καρπός]] και [[επίθημα]] -<i>άσον</i> [[είναι]] [[προφανώς]] εσφαλμένη. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τα θηλ. ονόματα <i>kapasija</i> και <i>kapatija</i>]. | |mltxt=[[κάρπασον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[λευκός]] [[ελλέβορος]]<br /><b>2.</b> ο [[δηλητηριώδης]] [[χυμός]] του ελλέβορου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, [[λέξη]] όπως επιβεβαιώνεται από την [[εναλλαγή]] <i>s</i> και <i>th</i> οδοντικού: Καρπασία / [[Κάρπαθος]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>carpasum</i> / <i>carpathum</i>). Η [[αναγωγή]] της λ. σε [[καρπός]] και [[επίθημα]] -<i>άσον</i> [[είναι]] [[προφανώς]] εσφαλμένη. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τα θηλ. ονόματα <i>kapasija</i> και <i>kapatija</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάρπᾰσον:''' τό тж. pl. карпас (тонкая льняная ткань) Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 31 December 2018
Greek Monolingual
κάρπασον, τὸ (Α)
1. το φυτό λευκός ελλέβορος
2. ο δηλητηριώδης χυμός του ελλέβορου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, λέξη όπως επιβεβαιώνεται από την εναλλαγή s και th οδοντικού: Καρπασία / Κάρπαθος (πρβλ. λατ. carpasum / carpathum). Η αναγωγή της λ. σε καρπός και επίθημα -άσον είναι προφανώς εσφαλμένη. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τα θηλ. ονόματα kapasija και kapatija].
Russian (Dvoretsky)
κάρπᾰσον: τό тж. pl. карпас (тонкая льняная ткань) Anth.