καταφαρμακεύω: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφαρμᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αλείφω]] με φάρμακα ή φυλαχτά, [[μαγεύω]], [[σαγηνεύω]], [[καταθέλγω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''καταφαρμᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αλείφω]] με φάρμακα ή φυλαχτά, [[μαγεύω]], [[σαγηνεύω]], [[καταθέλγω]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφαρμᾰκεύω:''' <b class="num">1)</b> отравлять (τινά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> околдовывать, зачаровывать Plut.: τὸ [[στόμα]] καταφαρμακευθὲν [[ὑπό]] τινος Plat. уста, подвластные чьим-л. чарам;<br /><b class="num">3)</b> подкрашивать, красить (ποικίλοις φαρμάκοις τὰ πρόσωπα Luc.).
}}
}}

Revision as of 23:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφαρμᾰκεύω Medium diacritics: καταφαρμακεύω Low diacritics: καταφαρμακεύω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΡΜΑΚΕΥΩ
Transliteration A: katapharmakeúō Transliteration B: katapharmakeuō Transliteration C: katafarmakeyo Beta Code: katafarmakeu/w

English (LSJ)

   A dose with drugs, Alex.Trall.9.3, Febr.7.    II anoint with drugs or charms, τὰ πρόσωπα φαρμάκοις Luc.Am.39: hence,    2 enchant, bewitch, Pl.Phdr.242e (Pass.), Plu.2.141b.    III poison, Id.Dio 3.

Greek (Liddell-Scott)

καταφᾰρμακεύω: ἀλείφω μὲ φάρμακα ἢ μὲ ψιμύθια, τὰ πρόσωπα φαρμάκοις ποκίλοις καταφαρμακεύουσαι γρᾶες Λουκ. Ἔρωτες 39· ἐντεῦθεν, 2) γοητεύω, μαγεύω, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Ε (ἐν τῷ Παθ.). 3) δηλητηριάζω, Πλουτ. Δίων 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

empoisonner, acc..
Étymologie: κατά, φαρμακεύω.

Greek Monolingual

καταφαρμακεύω (AM)
μσν.-αρχ.
δηλητηριάζω
αρχ.
1. δίνω ορισμένες δόσεις φαρμάκων
2. αλείφω με φάρμακα ή με ψιμύθια
3. γοητεύω, μαγεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαρμακεύω «συστήνω φάρμακο, δηλητηριάζω, μαγεύω»].

Greek Monotonic

καταφαρμᾰκεύω: μέλ. -σω, αλείφω με φάρμακα ή φυλαχτά, μαγεύω, σαγηνεύω, καταθέλγω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταφαρμᾰκεύω: 1) отравлять (τινά Plut.);
2) околдовывать, зачаровывать Plut.: τὸ στόμα καταφαρμακευθὲν ὑπό τινος Plat. уста, подвластные чьим-л. чарам;
3) подкрашивать, красить (ποικίλοις φαρμάκοις τὰ πρόσωπα Luc.).