κονιορτώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κονιορτώδης]], -ῶδες) [[κονιορτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κονιορτό<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[σκόνη]] («οἱ [[σῆτες]] ἐμφύονται μᾱλλον, [[ὅταν]] κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ες (Α [[κονιορτώδης]], -ῶδες) [[κονιορτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κονιορτό<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[σκόνη]] («οἱ [[σῆτες]] ἐμφύονται μᾱλλον, [[ὅταν]] κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κονιορτώδης:''' пыльный (τὰ ἔρια Arst.).
}}
}}

Revision as of 23:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονῐορτώδης Medium diacritics: κονιορτώδης Low diacritics: κονιορτώδης Capitals: ΚΟΝΙΟΡΤΩΔΗΣ
Transliteration A: koniortṓdēs Transliteration B: koniortōdēs Transliteration C: koniortodis Beta Code: koniortw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A dusty, Arist.HA557b3, Cael.313a20, Thphr.CP4.16.1, Dsc.1.26, Gal. 14.49.

German (Pape)

[Seite 1481] ες, wie aufgeregter Staub, staubig; ἔρια Arist. H. A. 5, 32; auch ἄνθρωπος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κονιορτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος κονιορτῷ, πλήρης κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 1. Γαλην.

Greek Monolingual

-ες (Α κονιορτώδης, -ῶδες) κονιορτός
1. αυτός που μοιάζει με κονιορτό
2. γεμάτος σκόνη («οἱ σῆτες ἐμφύονται μᾱλλον, ὅταν κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κονιορτώδης: пыльный (τὰ ἔρια Arst.).