κοιρανίδης: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κοιρᾰνίδης:''' [νῐ], -ου, ὁ, = [[κοίρανος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''κοιρᾰνίδης:''' [νῐ], -ου, ὁ, = [[κοίρανος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοιρᾰνίδης:''' ου (ῐδ) ὁ правитель, царь (Θήβης Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[νῐ], ου, ὁ,
A member of a ruling house, S.Ant.940 (anap., pl.), Sammelb.5829 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1470] ὁ, = κοίρανος, Soph. Ant. 931, der Machthaber.
Greek (Liddell-Scott)
κοιρᾰνίδης: νῐ, ου, ὁ, = κοίρανος, Σοφ. Ἀντ. 940.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fils de roi, prince.
Étymologie: κοίρανος.
Greek Monolingual
κοιρανίδης, ὁ (Α)
μέλος ηγεμονικού οίκου, άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίρανος + κατάλ. -ίδης (πρβλ. δραπετ-ίδης, ηγεμον-ίδης)].
Greek Monotonic
κοιρᾰνίδης: [νῐ], -ου, ὁ, = κοίρανος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κοιρᾰνίδης: ου (ῐδ) ὁ правитель, царь (Θήβης Soph.).