κόμμωμα: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(21) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κόμμωμα]], τὸ (Α) [[κομμώ]] (II)]<br />[[καλλώπισμα]], [[διακόσμηση]]. | |mltxt=[[κόμμωμα]], τὸ (Α) [[κομμώ]] (II)]<br />[[καλλώπισμα]], [[διακόσμηση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόμμωμα:''' ατος τό украшение, прикраса, красота (τὰ τῆς ποιητικῆς κομμώματα Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A embellishment, Luc.Hist.Conscr.8.
German (Pape)
[Seite 1479] τό, das Geputzte, künstlicher Schmuck, Putz; τῇ ἱστορίᾳ τὰ τῆς ποιητικῆς κομμώματα εἰσάγειν Luc. hist. conscr. 8.
Greek (Liddell-Scott)
κόμμωμα: τό, καλλώπισμα, διακόσμησις, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ornement recherché, parure.
Étymologie: κομμόω.
Greek Monolingual
κόμμωμα, τὸ (Α) κομμώ (II)]
καλλώπισμα, διακόσμηση.
Russian (Dvoretsky)
κόμμωμα: ατος τό украшение, прикраса, красота (τὰ τῆς ποιητικῆς κομμώματα Luc.).