κρεουργία: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρεουργία:''' ἡ, [[κατακρεούργηση]], κατακόψιμο. | |lsmtext='''κρεουργία:''' ἡ, [[κατακρεούργηση]], κατακόψιμο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρεουργία:''' ἡ разрубание мяса, нарезание мяса для пира Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dépècement de la chair, de la viande.
Étymologie: κρεουργός.
Greek Monolingual
η (Α κρεουργία) κρεουργώ
κόψιμο κρέατος σε τεμάχια
νεοελλ.
ανηλεής σφαγή ανθρώπων.
Greek Monotonic
κρεουργία: ἡ, κατακρεούργηση, κατακόψιμο.
Russian (Dvoretsky)
κρεουργία: ἡ разрубание мяса, нарезание мяса для пира Luc.