κοόρτις: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(21) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιος και -εως, η (Α [[κοόρτις]], -ιος)<br />[[τμήμα]] στρατού από [[τρεις]] σπείρες, που αποτελούσε τη βασική [[μονάδα]], [[δηλαδή]] το ένα δέκατο, της ρωμαϊκής λεγεώνας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[σύνολο]] ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει [[μαζί]] το ίδιο δημογραφικό [[φαινόμενο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ίδιας περιόδου. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cohors</i>-<i>tis</i>]. | |mltxt=-ιος και -εως, η (Α [[κοόρτις]], -ιος)<br />[[τμήμα]] στρατού από [[τρεις]] σπείρες, που αποτελούσε τη βασική [[μονάδα]], [[δηλαδή]] το ένα δέκατο, της ρωμαϊκής λεγεώνας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[σύνολο]] ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει [[μαζί]] το ίδιο δημογραφικό [[φαινόμενο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ίδιας περιόδου. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cohors</i>-<i>tis</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοόρτις:''' ιος ἡ (лат. [[cohors]]) (римская) когорта Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ιος, ἡ, the Roman
A cohors, Plb.11.23.1, 11.33.1, etc.
German (Pape)
[Seite 1482] ιος, ἡ, die röm. cohors, Pol. 11, 23, 1. 33, 1.
Greek (Liddell-Scott)
κοόρτις: -ιδος, ἡ, ἡ παρὰ Ρωμαίοις cohors, σύνταγμα πεζῶν στρατιωτῶν ἐκ τριῶν σπειρῶν, ἤτοι ἓξ λόχων, ἦτο δὲ ἡ κοόρτις τὸ δέκατον τῆς λεγεῶνος, Πολύβ. 11. 23, 1., 11. 33, 1, Ἐπιγραφ.
Greek Monolingual
-ιος και -εως, η (Α κοόρτις, -ιος)
τμήμα στρατού από τρεις σπείρες, που αποτελούσε τη βασική μονάδα, δηλαδή το ένα δέκατο, της ρωμαϊκής λεγεώνας
νεοελλ.
βιολ. σύνολο ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει μαζί το ίδιο δημογραφικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cohors-tis].
Russian (Dvoretsky)
κοόρτις: ιος ἡ (лат. cohors) (римская) когорта Polyb.